Новогреческий словарь




θανατάς

θανατάς
ο смерть;
          είμαι τού ~ά — быть при смерти;
          πέφτω τού ~ά — упасть замертво;
          τόν έκαμε τού ~ά — [phrase]он его избил до полусмерти[/phrase];
          νά τόν φάει ο ~! — [phrase]чтоб он сдох![/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово смерть? — θανατάς
как с (ново)греческого переводится слово θανατάς? — смерть


#(ново)греческий словарьεπιφράγμακαλαισθητικήονειρόπλαστοςφαγεδαινικόςπονεπιστήμιοακαταφρόνετοςανεξικακίααμυντήριοςστροβομύτηςφυσαλίδαχοιρομέριαχωνεψιάμοναρχικάρακοκάζανοκυριολεξίαμπετατζήςοθενδήποτεεφευρίσκωσκαλάθυρμαφουμιστόςανυποχώρητος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω