|
ο смерть; είμαι τού ~ά — быть при смерти; πέφτω τού ~ά — упасть замертво; τόν έκαμε τού ~ά — [phrase]он его избил до полусмерти[/phrase]; νά τόν φάει ο ~! — [phrase]чтоб он сдох![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смерть? — θανατάς как с (ново)греческого переводится слово θανατάς? — смерть — λάτεξ — σκίαστρον — εξηνταβελόνης — σαύρα — καλόμοιρος — δίνομαι — μπαξίσι — άδικα — αδείπνητος — μεγιστοποιούμαι — αναχωρητήριον — παραβιάζω — παραξηγώ — μάσε — αφωνόληκτος — δωδεκάμερα — μόρτης — καταβιβασμός — διευκρίνιση — σαρκάζω — διωρυχή |
|||