|
1) неуспокоившийся; 2) неумолкший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неуспокоившийся? — αλούφαχτος как на (ново)греческом будет слово неумолкший? — αλούφαχτος как с (ново)греческого переводится слово αλούφαχτος? — неуспокоившийся, неумолкший — παρατραβάω — βρογχοπνευμονία — απειροστικός — θαοματουργός — φιλοστοργία — ιπποκομία — ζαναέτης — αυτότροφος — ζυγός — ρουμπώνω — έτριξα — μικροτηλέφωνο — στειρωτικός — συναπάρτισμα — στρατά — κουβαλώ — καταχτήτρια — θυλακώνω — κατάσταση — ξορκιστής — γαλαζόπετρα |
|||