|
помогать в ответ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помогать в ответ? — αντεπικουρώ как с (ново)греческого переводится слово αντεπικουρώ? — помогать в ответ — συνδιδάσκω — σχολάρχης — μυοθήρας — εκκλησιάζομαι — βροντώ — κτενιαίος — ανοδικώς — φλογικός — αντεισάγω — διατηρούμαι — επιχειρηματολογία — υπεράξιος — χελιδών — αγρίεμα — καλομελετώ — εξοπλισμός — υπέρξηρος — εμβολιάζω — προσωνυμία — γλοιά — πλακουτσωτός |
|||