|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγανά? — — ανανεάζω — βιάζω — ξενοδοχοϋπάλληλος — μαυροφρύδης — εναλλαγή — θεσσαλικά — υποδεικνύω — λιβελλογράφος — λιθουανικά — ριζόγαλο — περιτείχισμα — σκληροκεφαλιά — Αμπελόκηποι — γρασάρισμα — χορτασμός — συνήθεια — κατακρεουργώ — κτίστης — απονίπτομαι — προχθές — κρεμμύδι |
|||