Новогреческий словарь
μονοκοντυλιά
μονοκοντυλιά
η :
μέ μιά μονοκοντυλιά — одним росчерком пера
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοκοντυλιά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δελίνι
—
ευφόρητος
—
τσιγαρίζω
—
δέκτης
—
ευθαρσής
—
επτάμηνον
—
καπλάντισμα
—
μειόκαινος
—
τηλεβόλο
—
υπομένω
—
πεπόνι
—
καταψηφίζω
—
χρυσόξανθος
—
περιρραντίζω
—
χοιρομάντρι
—
κορνιζοπώλης
—
μερακλώνω
—
ημιαναίσθητος
—
σοβχόζ
—
ανεμοζάλη
—
πεσέτα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве