|
η : μέ μιά μονοκοντυλιά — одним росчерком пера #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονοκοντυλιά? — — στόχος — απόθερα — κουτσοπερνάω — μακιγιάρισμα — εκπροσωπώ — ζευκτηρία — αχρειόγλωσσος — ξαντήριο — ουρανολογία — αμυγδαλόπηκτο — ηλιοβασίλεμα — προσπάθεια — Δωροθέα — ειδησεολογικός — σφριγώ — τσάντζαλα — παντογνώστης — ανόρεχτα — ρίψη — γιγαντισμός — βράχνιασμα |
|||