Новогреческий словарь
φωτοηλεκτρικός
φωτοηλεκτρικός
фотоэлектрический
;
~ό στοιχείο или ~ή κυψέλη — фотоэлемент
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фотоэлектрический
? —
φωτοηλεκτρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φωτοηλεκτρικός
? — фотоэлектрический
#
(ново)греческий словарь
—
σκοτοδίνη
—
αντιχτυπιούμaι
—
φεγγοβολώ
—
αυξητικό
—
αγγλικανός
—
καπελειό
—
μονόζυγο
—
ανεύφραντος
—
γαλλήσιος
—
γονδολιέρης
—
φωσφορίζω
—
ματζούνι
—
εξωδίκως
—
διορίζομαι
—
αμόνοιαστα
—
χλωμiάζω
—
παρήγορος
—
αναζυμούμαι
—
βολή
—
αδρασκελίζω
—
αδρομάλλης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве