|
ο иск., филос. синкретизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово синкретизм? — συγκρητισμός как с (ново)греческого переводится слово συγκρητισμός? — синкретизм — ασπρίζω — ποιηματάκι — Ιλλυριός — κατάμπροστα — άναρθρα — ραχούλα — εύχροια — αναδένω — συμβολαιογραφία — χωρογραφικός — εκπολιορκώ — γουρουνοτσάρουχο — αξύλιστος — πραγματολογία — υπεύθυνα — συγχωρητέος — επιμίσθιο — μαυροφρύδα — αναμνηστικό — ναυτιλλόμενος — βουτυράτος |
|||