|
гноиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гноиться? — ομπυάζω как с (ново)греческого переводится слово ομπυάζω? — гноиться — μπαρουτιάζω — ζωϊκός — αμπελοτόπι — απριλινός — ΔΕΗ — αντεπίτροπος — κελαϊδίστρα — μόρτισσα — μονομερώς — σιδερώνω — χιλιοχρονίτικος — αρτεργατικός — παυσίπονο — λαθροχειρία — νεφρί — κουπί — αιματόξυλο — τριακοστός — δραματοποιία — ποτίζω — εγχείρημα |
|||