|
(αόρ. αποκούφανα, παθ. αόρ. αποκουφάθηκα) 1) делать глухим; 2) оглушать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать глухим? — αποκουφαίνω как на (ново)греческом будет слово оглушать? — αποκουφαίνω как с (ново)греческого переводится слово αποκουφαίνω? — делать глухим, оглушать — αυτοκινητικός — αποκεί — μαγνήτιση — αγιότητα — καρβουνάδικο — άρραβος — συντομογραφικά — συνεφέρνω — περιβάλλον — ανασυντάσσω — μεθοκόππι — συσπουδάζω — δακτυλιδένιος — ατζαμίδισσα — πισωκωλώνω — μούσα — λάβραξ — καλικατζού — οξυδερκής — σιδεράδικο — αλλάζομαι |
|||