|
η внучка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внучка? — αγγονή как с (ново)греческого переводится слово αγγονή? — внучка — σβουράκι — ήρα — γρυμέα — σπάρσιμο — μάνητα — ιαπωνικός — φερετροποιός — παραγοντίσκος — ενθρονιάζω — αβύζος — επταμηνιαίος — καφουρόλαδο — υποχονδριακός — ακοπάνιστος — έπλασα — απελευθερώτρια — εξοίδηση — στρατιωτικοποιώ — ξενηλάτης — ξίδιασμα — κουδούνισμα |
|||