|
непросмолённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непросмолённый? — ακέδρωτος как с (ново)греческого переводится слово ακέδρωτος? — непросмолённый — κολόμπα — ασβεστάδικο — γυμνόσκελος — διαρκώ — αρκτόμυς — άποικος — σφίξιμο — πολυθρόνα — διάγγι — λιμενιάζω — Αγγλοσάξωνας — έδωκα — αυτοδιαφήμιση — απήγανος — αποδοτικός — αδιάσειστος — ταυτότητα — φασκελιά — κομπλιμέντο — χρονολογώ — παραδειγματικώς |
|||