|
аргентинский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аргентинский? — αργεντίνικος как с (ново)греческого переводится слово αργεντίνικος? — аргентинский — φρεσκοξυρισμένος — λοβιτούρα — επώνυμος — πρωτομάστορης — αλκαλικότητα — ασπαργάνωτος — χειρισμός — υπόμνηση — ισοζύγιο — χρηστομάθεια — νεραντζούλα — κουλό — αψυχιά — δευτερογενής — φαινόμενο θερμοκηπίου — παστρικοχέρης — συμφιλιώνομαι — διαμαστιγώ — επιδιορθωτής — μαρμαρουργική — βουβός |
|||