|
(αόρ. προσεγενόμην) делаться, совершаться; ~ενομένη αδικία — совершившаяся несправедливость; ~ενομένη τιμή — оказанная (__кому-л.__) честь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делаться? — προσγίνομαι как на (ново)греческом будет слово совершаться? — προσγίνομαι как с (ново)греческого переводится слово προσγίνομαι? — делаться, совершаться — ανεγείρω — απροσχημάτιστος — χαλκούς — αγκάστρωτη — ακέντριστος — όρθιος — ανελεημοσύνη — άζωστος — τύπος — πολιτικοποιούμαι — υποσκήνιο — ακατάλληλος — απόκεντρος — μανωτός — αξεδιάλυτος — μπακαλόπουλο — μπουνταλού — διπλωματικότητα — ανθοκήπι — πολυθέλγητρος — διαβεβαίωνω |
|||