|
η двадцать, два десятка; μιά ~, καμμιά ~ — около двадцати, около двух десятков #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двадцать? — εικοσαριά как на (ново)греческом будет слово два десятка? — εικοσαριά как с (ново)греческого переводится слово εικοσαριά? — двадцать, два десятка — στηθαίο — μαλακότητα — ακτινικός — θεατρολογία — μεταμέρεια — ποιοτικός — νταμαρήσιος — εκσκωρίαση — δέ — σημειωτόν — κούρβουλο — άνωση — αστυνόμευση — κασίδι — αντίρραβδο — θαλοσσοφουρτούνα — συγκεντροποιώ — εισείλκυσα — μπράτσο — τουρκόφωνος — καταή |
|||