|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μιασμένος? — — νερόφειδο — αρχοντοχωριάτισσα — πηλοφόρος — ελαφροπαίρνω — μαϊτάπι — παντοτεινός — επειξη — στόκος — ελληνορράφτης — ανακύκλισμα — κακαδιάζω — λασκάδα — ζυγωματικό — καστρόπορτα — μάσσω — απολαμπίδα — κακόδεχτος — καλησπέρα — εξευρωπαΐζω — αντιβγαίνω — ταξιφυλλία |
|||