|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γονυκλυσία? — — σινολόγος — ανεμογκάστρι — χεροδύναμος — ταλκης — ανήσυχος — ξυλαποθήκη — ζαβλακώνομαι — βαναυσοτέχνημα — δακρυόρροια — εμπαικτικός — ευλυγισία — οίκτος — μηλόκρεμα — ξάπλα — πνευμονοπάθεια — φιλοβασιλικός — φυσικό — πορώδης — ψυκτικά — λιθουανικός — ευκταίος |
|||