|
слегка подогревать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слегка подогревать? — συχλιάζω как с (ново)греческого переводится слово συχλιάζω? — слегка подогревать — αναποσφράγιστος — επίλευκος — μινύρισμα — αφροδίσιος — καταπτοημένος — οργανογενής — σφίγγω — συκομορέα — ανωφερειακός — εκπόρθηση — χταποδοσαλάτα — νομιμοφροσύνη — χίλια — λαγκεύομαι — υπονομεύτρια — αποικοδόμηση — ολιγούτσικος — βραχογραφία — κάλυψη — ξοδευτής — βαμβακέλαιο |
|||