Новогреческий словарь
νησιωτικός
νησιωτικός
островной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
островной
? —
νησιωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
νησιωτικός
? — островной
#
(ново)греческий словарь
—
αυτομετασχηματιστής
—
διάρροια
—
ατοπία
—
επανατάκτης
—
δεμάτιο
—
αντιπυροβολισμός
—
ηλιοτροπισμός
—
αυγουλίλα
—
χορτοφαγικός
—
πίττα
—
άσος
—
υδροπρίονο
—
ξυμένος
—
απόπληκτος
—
περιφερικός
—
παχύς
—
συνετά
—
αθρυμμάτιστος
—
προκαταρκτικός
—
σαρκίο
—
ερημονήσι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве