|
το моча #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моча? — κάτουρλο как с (ново)греческого переводится слово κάτουρλο? — моча — εξελικτικός — κυμβαλίζω — ημιδιατροφή — λουλουδιασμένίος — φεγγαριάτικο — αναζωπυρώ — σκωτικός — αλληλενέργεια — φιλαναγνώστης — επιχειρηματολογία — δραγάτης — ζουλώ — μούτσουνο — δικάσιμο — σπινθηριστής — βρόχινος — αισθητά — ορμώ — ιδιωματικός — αφαρμάκωτος — λυσσακό |
|||