|
το моча #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моча? — κάτουρλο как с (ново)греческого переводится слово κάτουρλο? — моча — μηχανάκι — επιδετικός — κουδουνιστός — κακοθανατίζω — κρίκος — επαναστατικός — πολυθεσίτισσα — ασύχναστος — κείτομαι — αυγοκαλάμαρα — ιδιοχρησία — διάκοιλος — ακανάκευτος — κωλόφαρδος — λαμπαδοστάτης — ελμινθόχορτον — αναπαράγομαι — παγανίστρια — ιδρυματισμός — ιστιοφόρος — παρευθύς |
|||