|
(-μυός) ο сурок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сурок? — αρκτόμυς как с (ново)греческого переводится слово αρκτόμυς? — сурок — κήλων — βιογραφώ — καινοπρεπής — αποστερούμαι — δεινοπάθηση — κεραύνωση — συρρικνώνω — γεραρός — εκμαυλισμός — καρούλα — χωνεύομαι — φουρτούνα — δράπανο — δραχμοποίηση — απούλητος — βρωμόγρια — ημιδιμοιρία — αγιόκλημα — κανακάρικο — τρεμοφέγγω — λείπω |
|||