|
το 1) потайная дверь; 2) калитка (ворот) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потайная дверь? — παραπόρτι как на (ново)греческом будет слово калитка? — παραπόρτι как с (ново)греческого переводится слово παραπόρτι? — потайная дверь, калитка — μπάντζο — στιλπνός — μαρτυρία — χοντροκόκαλος — ψάλλω — ακροτελεύτιος — πυρηνέλαιο — συνήθειο — ειρηνοδικειακός — ρυθμόμετρο — ακοομέτρηση — άγρωστιδα — βάιαλλος — μεσόστρατο — διάττων — δαμασκηνό — ξεβρακώνω — μυθοπλαστία — αλληλεπιδρώ — καλαθάκι — άμεσος |
|||