|
фальсифицировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фальсифицировать? — παριστορώ как с (ново)греческого переводится слово παριστορώ? — фальсифицировать — γλυκοπύρουνος — στέρεος — βακχίδα — γελώ — απογεννώ — σκυλοπνίχτρα — διεσπαρμένος — μελανοδοχείο — μουστάρδα — καλαφατικόν — παραπλώνω — κατρακύλα — βουτρόφος — φωνόγραφος — απολωλώς — ασπόνδυλα — λεγάτο — αντίστρεκτος — δεκάτεμα — απράντο — συζητητικά |
|||