|
оружейник, оружейный мастер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оружейник? — οπλοποιός как на (ново)греческом будет слово оружейный мастер? — οπλοποιός как с (ново)греческого переводится слово οπλοποιός? — оружейник, оружейный мастер — γιαουρτόσουπα — βιβλιόψειρα — παντζουρόβεργα — αραπόπουλο — αναθρεφτός — τυμπανοκρουσία — ασχημοκαμωμένος — λαθροϋλοτόμος — εξάτομος — φιλόπονα — είθε — ανταγωγή — ολάκερος — βαθρακοκοίλης — ουροδοχείο — ύπερος — φυγόδικος — στρουθοκαμηλίζω — διαμπάξ — εκκρεμές — έκκεντρο |
|||