|
η турчанка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турчанка? — Τούρκισσα как с (ново)греческого переводится слово Τούρκισσα? — турчанка — γκαβώνω — αλλόγλωσσος — διαβολόσπαρμα — διατεταγμένος — αβουτύρωτος — ακατανάλωτος — Ρωσίδα — πολυμορφικό — ξεροπόταμο — αξιοκαταφρόνητος — πλάσσω — διεστάλην — εξευρωπαΐζω — μοσχοκάρυδο — ανθρακοποίηση — ελευθεροτεκτονισμός — θερμοστάτης — θεριστικότητα — δυσοσμία — βοναπαρτισμός — φιλοξενία |
|||