|
το филос. двойное бытиё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двойное бытиё? — δισυπόστατο как с (ново)греческого переводится слово δισυπόστατο? — двойное бытиё — ἀναστάτωσις — κούρκος — λιθοκόλλητος — αρχιεργάτης — χιούτη — αγρομέτρης — βιολιτζού — αντιβραχίονας — κλιματιστικό — ξεψαχνίζω — στεγαστικός — ποώδης — κυανιούχος — μικρόσωμος — πετρότοπος — εγωπάθεια — ωκεανογραφία — αφεντάνθρωπος — τρουλλωτός — αλετρεύω — φλεγματώδης |
|||