|
заснеженный (о вершине горы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заснеженный? — χιονοστεφής как с (ново)греческого переводится слово χιονοστεφής? — заснеженный — τσουτσούνα — ραγδαία — ουροδόχη — προσωποκράτηση — κατραπακιά — εργοτισμός — τόπος — κατρουλιό — επιτεγίς — ψιττακίαση — αγιωτικά — μεσιάζω — θυμίαση — γύμνωση — μεσάζω — ασφαλτόπλινθος — κορδωμένος — αιματοθεραπεία — συλλυπούμαι — γλωσσού — γυροσκόπιο |
|||