|
η амазонка (тж. миф.); наездница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амазонка? — αμαζόνα как на (ново)греческом будет слово наездница? — αμαζόνα как с (ново)греческого переводится слово αμαζόνα? — амазонка, наездница — παραγνωρισμένος — συναύξηση — πραξικόπημα — αποκρουστικός — μόνιμος — καλαθοπλεκτική — άβλεπτος — ανυπόγραφος — πνευματισμός — αυγό — καλοκαιρία — τρελέγκω — κοντυλομάχαιρο — ξεμυάλισμα — θεόκτιστος — ιέρακας — αποκάθαρση — βουνό — οραματιστής — εμπρόθεσμα — κατευναστικός |
|||