|
выхлопной газ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выхлопной газ? — καυσαέριο как с (ново)греческого переводится слово καυσαέριο? — выхлопной газ — καλοπερασάκιας — κισσοστεφής — ζηλαδέρφι — πιστακιά — ονομασιολογικός — αποσαθρώνομαι — στρωτήρας — απαρομείωτος — θωρακίζω — κουσελιάρης — βιβλιαράκι — ποντίκι — αντεκδικούμαι — έλικα — εγχείρημα — αλάνισσα — μαραζιάρης — νενομισμένος — κουβερτίτσα — σκοποβολή — αφωταγώγητος |
|||