|
отдыхать; оправляться от усталости #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отдыхать? — ξεκουράζομαι как на (ново)греческом будет слово оправляться от усталости? — ξεκουράζομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεκουράζομαι? — отдыхать, оправляться от усталости — ναρδικός — βαμβακόπιτα — μαγκόπαιδο — γειτονόπουλο — ανύδρευτος — διασκεδαστικός — τυποποιός — γκλάβας — σταύλος — φυλογένεση — ήσκιωμα — αρθρογραφώ — συνωνυμία — δισεξάδελφος — φάλαγγα — μοσχαράκι — μαρρόν — λογοτέχνημα — ανορεξία — γαρμπινός — επαλληλία |
|||