|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεμελιώνομαι? — — ακάιον — κυκλοφορώ — μεγέθυνση — αποκρεμιέμαι — εξαφνικός — πατητός — δευτεροβάθμιος — ελλιμένισίς — αργυρήλατος — μεθύστρα — χειροθετώ — καταστατικό — οξύχολος — ρουκέττα — χιονοσκεπής — επίσιον — χωριατοπούλα — ράντισμα — προσκυνητάρι — αυγώνω — λατομικός |
|||