|
переносить останки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переносить останки? — ανακομίζω как с (ново)греческого переводится слово ανακομίζω? — переносить останки — βαρύπνι — εξανδραποδίζω — αμυγμία — αργυρολογώ — κονταροχτύπημα — εξοργισμός — στραβομούτσουνος — αμπελοφάσουλο — κονσόρτιο — χρυσοβάφω — παραλαλητό — οροδιδακτικός — αμερικανοκρατούμενος — τεταρτιάτικος — αντιπαιδαγωγικός — δωματιάκι — επόπτευση — μπενζίνο — εξυάλωσις — φωνογραφικός — ειδικεύομαι |
|||