ανακομίζω

формы словаβ
ανακομίζω
переносить останки



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово переносить останки? — ανακομίζω
как с (ново)греческого переводится слово ανακομίζω? — переносить останки


βαρύπνιεξανδραποδίζωαμυγμίααργυρολογώκονταροχτύπημαεξοργισμόςστραβομούτσουνοςαμπελοφάσουλοκονσόρτιοχρυσοβάφωπαραλαλητόοροδιδακτικόςαμερικανοκρατούμενοςτεταρτιάτικοςαντιπαιδαγωγικόςδωματιάκιεπόπτευσημπενζίνοεξυάλωσιςφωνογραφικόςειδικεύομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit