|
ο нефтепровод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нефтепровод? — πετρελαιοαγωγός как с (ново)греческого переводится слово πετρελαιοαγωγός? — нефтепровод — παρασάγγης — αζιμούθ — απολνώ — υδρογονικός — εκκλησάκι — φραγγέλωση — υαλουργικός — ακαλανθίς — σούτ — υπαναχωρώ — παρακολούθημα — γλυκανθής — ισο- — αυτοτυπία — επιχορηγώ — αυτοσαρκαστικός — μυξούλα — αλέπτυντος — γλυκοθωράω — δεκαπλούς — μάξις |
|||