ενειμα

формы словаβ
ενειμα
αόρ. от νέμω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενειμα? —


επικαθίζωστερεότητατουτέστιμεταξουργείοδοκιούμαιβραχνάδααρματολίκικοιμώχρυσοκεντήτριαασημοκλαίωενσαρκωμένοςξεχειμαδειόαχεροκάμωτοςεκμυζητήςαλετρόπιασμαΦώτιοςακέριοςγαλατούσαακατασκεύαστοςσπλήναςσφαιρικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit