|
αόρ. от νέμω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενειμα? — — επικαθίζω — στερεότητα — τουτέστι — μεταξουργείο — δοκιούμαι — βραχνάδα — αρματολίκι — κοιμώ — χρυσοκεντήτρια — ασημοκλαίω — ενσαρκωμένος — ξεχειμαδειό — αχεροκάμωτος — εκμυζητής — αλετρόπιασμα — Φώτιος — ακέριος — γαλατούσα — ακατασκεύαστος — σπλήνας — σφαιρικός |
|||