|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κακεντρεχώς? — — πλάτυνση — ακαταδεξιά — αραιότητα — μεταλλωρύχος — νάρκωμα — υπόχρεος — δημοσκόπηση — αθέσπιστος — καβγατζής — αμπελόφυτος — βαϊόκλαδο — εξαπλασίαση — ορφανίζω — μεγαλοφώνως — εξίδρωσις — πολυτεχνιούπολη — απανθίζω — καπνοκοπτικός — εύχρηστος — στίγμα — πυρομανία |
|||