|
законный; ~ τάξις — правопорядок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово законный? — έννομος как с (ново)греческого переводится слово έννομος? — законный — ανεψίδι — αποφυλλίζω — πήχυς — ευφυολόγος — γρατσουνιά — ύδρος — υποκτηνίατρος — τραχειοβρογχικός — τεσσάρα — οργανογένεια — διαιρετός — αγιοποίηση — κρυμμένος — επιμελής — λεβεντόγερος — κατάχρυσος — υδατώ — σανδαλοποιείο — υπαγορεύω — δόγα — αυτοδοκιμασία |
|||