|
η рвота (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рвота? — έμεση как с (ново)греческого переводится слово έμεση? — рвота — τιθασσεύω — γλωττίς — άρρηχτος — δίψυχος — αναβρασμός — λουρώνω — ανθοδεσία — σπούτνικ — περούκα — σκύβω — μελομανία — γενναιόψυχος — τρόφιμο — σύγυρο — νομοθετώ — υπερθετικά — λόγω — κατάγομαι — πωρί — ωρολόγι — επεισοδιακός |
|||