|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγναντινός? — — βροντηγμός — ανυποχώρητος — σταμνί — λαγκεύομαι — επιστητό — πυριτιδόκονις — ενοχλητικός — εγκοπή — αρνησίθρησκος — ηπατομεγαλία — βαθύνοια — αρέσκεια — διαφυγή — μαλακία — πενήντα — ανδροκοίτης — ψήφιση — κούφος — αργυρολάτρης — τζάντζαλο — συνοπτικός |
|||