|
ο посмешище (о человеке); τόν έκαναν ~η — [phrase]из него сделали посмешище[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посмешище? — ρεζίλης как с (ново)греческого переводится слово ρεζίλης? — посмешище — δηλώνω — ιχθυοπανίς — σοϊλίτισσα — αξυράφιστος — επιμένων — ζωφόρος — προστάσσω — ιχθυοθήρας — σωτηριος — ευκολόβραστος — ζαφειρόπετρα — εμβόλιο — δεκάμηνος — αληθινός — αναδίνω — αναφώνηση — σείστρο — ξανοίγω — καταπινάδι — διαμετρητικός — δέοντα |
|||