|
ο булочник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово булочник? — σημιτζής как с (ново)греческого переводится слово σημιτζής? — булочник — επεμβαίνω — καμουτσίκι — ισοζυγιστής — δακρύρροια — ξερρίζωμα — επισανίδωση — καπνιστός — σταδία — δαγκάνω — παιδιακήσιος — γυμνόπους — γαστρεκτομή — αιμορροώ — τσιγγούνικος — γλίστρημα — αργυρώδης — αλαφρόσκιωτος — εκτέμνω — λεπτομερής — γρικω — ξεθηλυκώνω |
|||