|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αηδονάκι? — — στρεπτοκοκκικός — αναπτερογίζω — παθιάζω — μικροκλεψιά — ναζιστικός — ξέω — ένηχος — σάχλα — ομόφυλος — γκρεμοτοπιά — διάδυση — αλευρέμπορας — ακριτομυθία — πλεύριση — θήτα — μακαρονοειδής — εμφυσητήρας — λαιμός — ανάλογο — αμάχητο — στέμφυλον |
|||