|
το хим. вытяжка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытяжка? — εκπίεσμα как с (ново)греческого переводится слово εκπίεσμα? — вытяжка — υστερογενής — επιμιξία — ζατρίκονί — τρίπρακτος — αθερίνη — εσχατιά — καταλαλητό — υπομίσθωση — άμπωτις — ασύμβλητος — ράϊχ — εθνικιστής — μεθυλένιο — διερμηνέας — γαλότζα — ληθαργία — μυλαύλακο — σουρεαλιστικός — ηχοληψία — κρέμασμα — ολοτελώς |
|||