|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενέσιμος? — — ανατομικώς — υποσκάζω — κατασκιάζω — ισοτελής — ανηφοριά — τραμπάλα — νιαούρισμα — μουρλέγκω — άνασσα — ντούζικο — χαμός — κουτσογραμματισμένος — κεδρόμηλο — υδρόγειος — απεμπολήση — καθιστώ — εταίρος — νερομουρμούρισμα — πουστιά — μισθοδοτικός — τσέπη |
|||