Новогреческий словарь
τύφλα
τύφλα
η прям., перен.
слепота
;
===
~! — или τύφλες καί μούντζες! ты что, ослеп?! (при спотыкании)
;
~ νά 'χει ο δείνα μπροστά στον τάδε — [phrase]этот (человек) лучше, чем тот[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слепота
? —
τύφλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τύφλα
? — слепота
#
(ново)греческий словарь
—
μοτέρ
—
συντάσσοντας
—
βροχοποιός
—
ηγεμονισμός
—
πετρελαϊκός
—
πήκτωμα
—
εγκληματογροφικός
—
ξενητεύομαι
—
πλήθεμα
—
πλεκτάνη
—
στοιχειοθετούμαι
—
νεογνολογία
—
πικράδα
—
πομφολυγώδης
—
νοτιά
—
αθεσμοθέτητος
—
επιβραβευτικός
—
ευτυχώς
—
απόρθητος
—
σύρω
—
εμμέτρωψ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве