|
утверждать, настаивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утверждать? — διατείνομαι как на (ново)греческом будет слово настаивать? — διατείνομαι как с (ново)греческого переводится слово διατείνομαι? — утверждать, настаивать — ακαδημαϊκά — αμέλημα — περιοδικό — αλατοποιία — γαλακτοκομία — εξεβλάστησα — στραβοκυττάζω — σπλάγχνο — λιγόζωος — λιχνεύω — αμπέρ — γελασίνοι — ξινούτσικος — έκαυσα — θαλάσσιος — μπράντα — γλυφή — απερήμωση — χαρακτικό — σεριφικός — κατεξουσιάζω |
|||