|
η своеобразие, особенность; τοπικές ~ες — местные особенности; εθνικές ~ες — национальные особенности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово своеобразие? — ιδιομορφία как на (ново)греческом будет слово особенность? — ιδιομορφία как с (ново)греческого переводится слово ιδιομορφία? — своеобразие, особенность — συνέβγαλμα — μουσκάρι — ανιμίστρια — ξεκαβαλλικεύω — σκουπιδαρειό — ανάμειξη — αμμοθήκη — πλατυ- — αμμωνοειδή — σαγήνευμα — ασφυξιογόνος — χρωματογράφος — αυτοδιάψευση — μαζάλισμα — πορεύομαι — συμπεριφέρομαι — αγγειογραφική — συβαρίτισσα — δημαρχικός — εξηντάρης — κουβαλητός |
|||