|
расположенный, настроенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расположенный? — διατεθειμένος как на (ново)греческом будет слово настроенный? — διατεθειμένος как с (ново)греческого переводится слово διατεθειμένος? — расположенный, настроенный — απρογμοσύνη — απόθετος — δρώ — ρόδισμα — ρυτιδώδης — αξιοποιούμαι — διπλασιασμός — επιναθέτω — γατσούνι — γλυπτό — συγχρονισμός — διαθρυλώ — δεκαεξαετία — αεριώθηση — ψιλολόγιά — τριανταφυλλόξιδο — κατασπιλώνω — ποστάλι — σταδιοδρομία — ορθογραφία — βαθμός |
|||