|
огромный, гигантский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огромный? — γιγαντωμένος как на (ново)греческом будет слово гигантский? — γιγαντωμένος как с (ново)греческого переводится слово γιγαντωμένος? — огромный, гигантский — καμώματα — ανθρωποσωστικός — ξεναγούμενος — θράκα — κωκταηλ — φοβερός — οψίγονος — ανεγνωρισμένως — λαθροχειρίζω — ψάχνομαι — ότι — ανερώτητος — φωνήεν — προαιρούμαι — ξανακοιμάμαι — εσωρράχιον — κωδικός — σανσκριτικός — πλυμένος — προδρομικός — αλιάνιστος |
|||