|
το уменьшение, сокращение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уменьшение? — ολιγόστευμα как на (ново)греческом будет слово сокращение? — ολιγόστευμα как с (ново)греческого переводится слово ολιγόστευμα? — уменьшение, сокращение — οικοπεδικός — πανηγυρίζω — απρόοπτο — ασημοκοπώ — αρσενικώδης — νοικοκυρά — έλατος — σελίδωση — εξιδανικευτικός — βροντω — στόλισμα — καταπάτηση — αγαλματόλιθος — διορθωτήρας — βασταγάριά — κολλυβισμός — συμφερτικός — καταπαυστικός — εκφοβισμός — ελευθεροπλοία — καμπαρντίνα |
|||