|
η мед. полиневрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полиневрит? — πολυνευρίτιδα как с (ново)греческого переводится слово πολυνευρίτιδα? — полиневрит — δορυφόρος — τιγροειδής — καρδιογραφία — στηθικός — σκρόφα — σφυρίδα — χρωμιούχος — φυλαχτό — πανεπιστημιούπολη — γνώριμος — ενήλιξ — ακουβάριαστος — αθυρματοπωλείο — πεσσιμιστής — εσθής — μωρουδίσματα — ακτημοσύνη — ανασκέλίασμα — ραφτική — κολόκουρο — αμυγδαλιώνας |
|||