|
(-ήρος) ο автосмазчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автосмазчик? — λιπαντήρας как с (ново)греческого переводится слово λιπαντήρας? — автосмазчик — φυτολόγος — σαρανταριά — εξάποδα — οιναγορά — ελεφαντώδης — μεταξοσκώληκας — αναρρηχεύω — ανακοχλιώνω — διαμετακομίζω — ενδοφλέβιος — συμπαντικός — κολεός — μεσιακάρης — κωβώνι — διαφεντεύτρα — φλογοκρύπτης — ακρίβεια — ευχέτρια — ανθελμινθικός — ρητορεύω — τρυποκάρυδο |
|||